- φουράνιο
- το, Νχημ.1. ετεροκυκλική οργανική ένωση, που απαντά σε μικρές ποσότητες στο ξυλέλαιο τού πεύκου και το οποίο παρασκευάζεται με κατεργασία τής φουρφουράλης ή τού φουροϊκού οξέος με άσβεστο2. στον πληθ. τα φουράνιασυνοπτική ονομασία μεγάλου αριθμού παράγωγων ενώσεων, που προκύπτουν κατά την υποκατάσταση ατόμων υδρογόνου τού μορίου τού φουρανίου από οργανικές ρίζες3. φρ. «ρητίνες φουρανίου» ή «πολυμερή φουρανίου»(χημ.-τεχνολ.) μακρομοριακές ενώσεις οι οποίες λαμβάνονται κατά τη συμπύκνωση τής φαινόλης με τη φουρφουράλη ή τη φουρφουρυλική αλκοόλη.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. furanne < fur- (< λατ. furfur «πίτουρο») + κατάλ. -anne τής χημ. ορολογίας].
Dictionary of Greek. 2013.